- μέλις
- μέλις, ὁ, barbarism for μέλι, Ar. Th.1192.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέλις — μέλις, ὁ (Α) κωμικός βαρβαρισμός τού Αριστοφάνη αντί μέλι («ὡς γλυκερὸ τὸ γλῶσσ , ὥσπερ Ἀττικὸς μέλις», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek